- αναθάλπω
- (αόρ. ανέθαλψα) μετ.1) подогревать, греть; 2) перен. согревать, окружать заботой; пригревать (бездомного и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναθάλπω — (Α ἀναθάλπω) θερμαίνω εκ νέου, ξαναζεσταίνω αρχ. περιποιούμαι, βοηθώ κάποιον να ανακτήσει τις δυνάμεις του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θάλπω. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. ανάθαλψη ( ις)] … Dictionary of Greek
ανάθαλψη — η (Μ ἀνάθαλψις) [ἀναθάλπω] η εκ νέου θέρμανση, ξαναζέσταμα μσν. θερμότητα, ζέστη … Dictionary of Greek
θάλπω — (AM θάλπω) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω («θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θάλπει», Αριστοφ.) 2. παρηγορώ, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω 3. περιποιούμαι, φροντίζω («τὴν πόλιν θάλπω» περιβάλλω με αγάπη και στοργή την πόλη) μσν. αρχ. 1. εκκολάπτω 2. κάθομαι πάνω σε κάτι αρχ. 1.… … Dictionary of Greek